- μελλέπταρμος
- μελλέπταρμος, -ον (Α)έτοιμος να φταρνιστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πταρμός (< πτάρνυμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελλέπταρμοι — μελλέπταρμος just going to sneeze masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek